καταλαγχάνω

Revision as of 22:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A hold possession of, Χῶρον dub. l. in Ael.NA9.35.

German (Pape)

[Seite 1358] (s. λαγχάνω), durch's Loos erhalten, Ael. H. A. 9, 35, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

καταλαγχάνω: διὰ κλήρου καταλαμβάνω, τι Αἰλ. π. Ζ. 9. 35.

French (Bailly abrégé)

obtenir par le sort.
Étymologie: κατά, λαγχάνω.

Greek Monolingual

καταλαγχάνω (Α)
καταλαμβάνω κάτι με κλήρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λαγχάνω «λαμβάνω ως μερίδιο διά κλήρου»].