κεκαδήσω

Revision as of 08:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

κεκάδοντο, κεκαδών,    A v. χάζομαι:—but for κεκαδήσομαι, v. κήδω:—for κεκαδδίχθαι, v. κάδδιχος. κεκαδμένος, v. καίνυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κεκᾰδήσω: κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. κήδω.

French (Bailly abrégé)

v. κήδω;
v. χάζω.

Greek Monolingual

κεκαδήσω (Α)
θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῡ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. kadana-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. κήδω «φροντίζω»].

Greek Monotonic

κεκᾰδήσω: Επικ. μέλ. του χάζω.

Russian (Dvoretsky)

κεκαδήσω:
I эп. fut. 2 к κήδω.
II эп. fut. к χάζω.