κάδδιχος
English (LSJ)
ὁ, (κάδος) jar, κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι Plu.Lyc.12: hence, voting-urn, whence κεκαδδίχθαι, to be rejected on a vote, ibid.; also, a measure, = ἡμίεκτον, Hsch., cf. Tab.Heracl.1.52, IG5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):—Lacon. καδίκορ, Hsch. s.v. ἐνδεκαδίκορ.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, ein Getreidemaaß von vier χοίνικες, auch heiliges Opferbrot, Hesych. S. καδδίζω.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. κάδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάδδιχος -ου, ὁ [κάδος] kaddichos, stemurn.
Russian (Dvoretsky)
κάδδιχος: ὁ каддих (мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т. е. 4.377 литра то же, что ἡμίεκτον) (Plut. - v.l. κάδδος).
Greek (Liddell-Scott)
κάδδῐχος: ὁ, Σικελικόν τι μέτρον, ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ ἡμίεκτον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 53 (ἴδε Franz σ. 707). - Παρὰ Πλουτ. ἐν βίῳ Λυκ. 12, = κάδος ΙΙ, «κάδδιχος (κάδος Κοραῆς) γὰρ καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσιν».
Greek Monolingual
κάδδιχος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα
2. κάλπη
3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον
β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-δδ-) και επίθημα -ιχος (πρβλ. οσσίχος)].