κολλυρικός
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
ή, όν, A made of κολλῦραι, jus collyricum, Plaut.Pers.95.
Greek (Liddell-Scott)
κολλῡρικός: -ή, -όν, κατεσκευασμένος μὲ κολλύρας, jus collyricum Plaut. Pers. 1. 3, 15.