κοσμήτρια
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ἡ, A = κοσμήτειρα, Hsch.s.v. Σαραχηρώ.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμήτρια: ἡ, = κοσμήτειρα, Ἡσύχ., Ἐπιφάν. 1. 937D.