λαρνακοφθόρος

Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ον,

   A killing in a box or chest, Lyc.235.

German (Pape)

[Seite 16] im Kasten vernichtend, tödtend (oder λαρνακόφθορος, im Kasten getödtet, ἐν λάρνακι ἐφθαρμένος, Schol.), ῥιφαί, Lycophr. 235.

Greek Monolingual

λαρνακοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει μέσα σε λάρνακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, -ακος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.