λογώδης

Revision as of 15:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

English (LSJ)

ες,    A = λογοειδής 1, μέλος Aristox.Harm.p.18 M.    II verbal, of an argument, Thphr.Metaph.16.

Greek (Liddell-Scott)

λογώδης: -ες, = λογοειδής, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 2. 6, Ἀριστόξ. σ. 18.

Greek Monolingual

λογώδης, -ῶδες (Α) λόγος
1. λογοειδής
2. (για επιχείρημα) προφορικός.

Russian (Dvoretsky)

λογώδης: Arst. = λογοειδής.