προφορικός
English (LSJ)
προφορική, προφορικόν, of or for utterance, uttered, opp. ἐνδιάθετος (v. λόγος fin.), Ph.2.154, al., Stoic.2.43,74, Plu.2.777c, 973a.
German (Pape)
[Seite 798] ή, όν, zum Vortrage durch die Sprache od. durch Worte gehörig; λόγος, im Gegensatz von ἐνδιάθετος, die durch Worte und Sprache sich äußernde Vernunft, Plut. philos. c. princ. 2, wie S. Emp. adv. log. 2, 275.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
produit au dehors par la parole, verbal, oral.
Étymologie: προφορά.
Russian (Dvoretsky)
προφορικός: произносимый, выражаемый в словах (λόγος Plut., Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
προφορικός: -ή, -όν, (προφορὰ) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς προφοράν, προφερόμενος, ἀντίθετ. τῷ ἐνδιάθετος, (ἰδὲ λόγος ἐν τέλ.), Φίλων 2. 154, Πλούτ. 2. 777C, 973Α, Κλήμ. Ἀλ. 864, Ρήτορες (Walz) 2. 116, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προφορικός, -ή, -ον, ΝΜΑ προφορά
αυτός που εκφράζεται με προφορά, με εκφώνηση, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο ή τον γραπτό (α. «προφορικές εξετάσεις» β. «καὶ τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου καὶ τοῦ προφορικοῦ», Πλούτ.
γ. «ἀνθρωπινωτέρως ὀνομάζεται λόγια θεοῦ προφορικὰ ῥήματα», Δίδ. Αλ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προφορικά
οι προφορικές εξετάσεις, σε αντιδιαστολή προς τα γραπτά, τις γραπτές εξετάσεις
2. φρ. «προφορική παράδοση» — η παράδοση που διατηρήθηκε και αναπτύχθηκε διά ζώσης, με προφορικό λόγο, από γενεά σε γενεά
(αρχ. (για λόγο) αυτός που ρέει, ο ρέων («πλουτεῖν τῷ λόγῳ προφορικῷ», Ωριγ.).
επίρρ...
προφορικώς / προφορικῶς ΝΜΑ, και προφορικά Ν
με προφορικό λόγο, δια ζώσης.