λογοειδής
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
λογοειδές,
A prose-like, prosaic, στίχος Sch.Heph.p.292 C., cf. Hermog.Id.1.3 (Comp.), Eust.718.25, etc.; τὸ λ. prose, D.L.7.60; but also, command of language, Philostr. VA1.19.
II resembling reason, θηρία λογοειδῆ, λογοειδεῖς ἐνέργειαι Dam.Pr.18.
III reasonable, rational, Procl.Inst.111, in Alc. p.68 C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à la prose, prosaïque.
Étymologie: λόγος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
λογοειδής: прозаический (στίχος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λογοειδής: -ές, ὅμοιος τῷ πεζῷ λόγῳ, πεζός, Εὐστ. 718. 25, Ἑρμόγ., κτλ.· - τὸ λ. πεζογραφία, Διογ. Λ. 7. 60· ἀλλά, ΙΙ. τὸ λογ., ὡσαύτως, ἡ δύναμις τοῦ λόγου, τοῦ λέγειν, Φιλόστρ. 23· δύναμις ὁμοιάζουσα πρὸς τὸ λογικόν, ἐπὶ ζῷων, Θεμίστ.
Greek Monolingual
λογοειδής, -ές (AM)
ο όμοιος προς τον πεζό λόγο («τὸ κοινὸν τῆς γραφῆς, ἐξ ἧς οἱ λογοειδεῖς γίνονται στίχοι», Ευστ.)
μσν.
λογικοφανής («λογοειδεῖς ἐνέργειαι», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. λογικός, εύλογος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοειδές
α) η πεζογραφία
β) (η γνώση και η δύναμη της γλώσσας, η δυνατότητα να εκφράζεται κάποιος ορθά σε μια γλώσσα («φωνὴ δὲ ἦν τῷ Ἀσσυρίῳ ξυμμέτρως πράττουσα
τὸ γὰρ λογοειδες οὐκ εἶχεν, ἅτε παιδευθεὶς ἐν βαρβάροις», Φιλόστρ.)
γ) (για ζώα) δύναμη που μοιάζει με το λογικό.
επίρρ...
λογοειδῶς (ΑM)
με λογογραφικό ύφος, ρητορικά, με ρητορικό ύφος («ὁ Περικλῆς καὶ ὁ Θεμιστοκλῆς ῥητορικαῖς χάρισιν ἐκόσμουν τὸν λόγον καὶ λογοειδῶς ἀφηγοῦν
το τὰ τῆς πόλεως», Ανών.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -ειδής(< εἶδος)].