λυσσητικός

Revision as of 11:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A driving mad, πρὸς τἀφροδίσια Ael.NA12.10.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσητικός: -ή, -όν, μανιώδης, ὁρμητικός, πρὸς τἀφροδίσια Αἰλ. π. Ζ. 12. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
transporté d’un désir furieux.
Étymologie: λυσσάω.

Greek Monolingual

λυσσητικός, -ή, -όν (Α) λυσσητής
μανιώδης, ορμητικός.