ὁρμητικός

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμητικός Medium diacritics: ὁρμητικός Low diacritics: ορμητικός Capitals: ΟΡΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hormētikós Transliteration B: hormētikos Transliteration C: ormitikos Beta Code: o(rmhtiko/s

English (LSJ)

ὁρμητική, ὁρμητικόν,
A impetuous, impulsive, ὁ. [δύναμις] appetite, Ti.Locr.102e; ὁρμητικὸς πρός τι eager for a thing, Arist. Pr.869b13: Sup., Id.HA573a27: abs., Thphr. HP 9.18.10 (Comp.); ὁρμητικὸν [κίνημα] Plu.2.1122c; ὁρμητικώτερον τὸ σχῆμα τοῦ πυκτεύοντος more adapted for attack, Philostr.Gym.34. Adv. ὁρμητικῶς, ἔχειν Ath.9.401c; ὁρμητικῶς ἔχειν πρός τι = to be eager for a thing, Arist.HA572a8, Diocl.Fr. 141, Sor.1.38: Comp. ὁρμητικώτερον Arist.HA597a29.
II exciting, stimulating, Demetr.Ix. ap. Ath.3.74b; φαντασία ὁρμητική creating appetition, Stoic.3.40.

German (Pape)

[Seite 382] zum Angriff gehörig, u. übertr., wonach strebend; ὁρμητικὴ δύναμις, Begehrungsvermögen, Tim. Locr. 102 e; πρός τι, Arist. H. A. 6, 18; auch = anreizend, den Reiz, Verlangen nach Etwas hervorrufend, Sp. – Auch adv.; ὁρμητικῶς ἔχειν, = σεύεσθαι, Ath. IX, 401 b; Arist. H. A. 6, 18 u. oft.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se porte avec ardeur ; abs. véhément, ardent, impétueux.
Étymologie: ὁρμάω.

Russian (Dvoretsky)

ὁρμητικός: дор. ὁρμᾱτικός 3
1 стремительный, тяготеющий: ἡ ὁρμητικὴ δύναμις Plat. стремление, тяготение;
2 стремящийся, охваченный желанием (πρός τι Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμητικός: -ή, -όν, (ὁρμάω) ὡς καὶ νῦν, πλήρης ὁρμῆς, ἐνέχων ὁρμήν, ἡ ὁρμ. δύναμις, ὄρεξις, Τίμ. Λοκρ. 102Ε· ὁρμ. πρός τι, ἔχων ὁρμήν, προθυμίαν, Ἀριστ. Προβλ. 2. 31, 2, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 25· τὸ ὁρμητικόν, ἡ ἀκάθεκτος ὁρμή, Πλούτ. 2. 1122Β. - Ἐπίρρ., ὁρμητικῶς ἔχειν Ἀθήν. 401C· ὁρμ. ἔχειν πρός τι, ἔχειν ὁρμήν, προθυμίαν πρός τι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 8· συγκρ. –κώτερον, 8. 12, 7. ΙΙ. ἐρεθιστικός, διεγερτικός, Ἀθήν. 74Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὁρμητικός, -ή, -όν) ορμώ
αυτός που εκδηλώνεται με ένταση, με δύναμη, σφοδρός
μσν.
(για έμβια όντα) αυτός που ενεργεί ή κινείται με ορμή, με βία
αρχ.
1. αυτός που έχει έντονη κλίση ή επιθυμία για κάτι
2. ερεθιστικός, διεγερτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρμητικόν
ακάθεκτη ορμή.
επίρρ...
ορμητικώς και -ά (ΑΜ ὁρμητικῶς)
με ορμητικό, σφοδρό τρόπο
αρχ.
με έντονη κλίση ή τάση για κάτι.