μαδαρότης

Revision as of 11:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A baldness, Hp.Hum.1, cf. Gal.16.88; falling off of the eyelashes, Id.14.767.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδᾰρότης: -ητος, ἡ, φαλακρότης, Ἱππ. Προγν. 47.

Greek Monolingual

μαδαρότης, -ητος, ἡ (Α) μαδαρός
1. η ιδιότητα του μαδαρού, η φαλακρότητα
2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων.