φαλακρότητα
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
Greek Monolingual
η / φαλακρότης, -ητος, ΝΜΑ φαλακρός
έλλειψη τριχών από την κεφαλή, φαλάκρα
αρχ.
1. στιλπνότητα
2. μτφ. (για γη) έλλειψη βλάστησης.