νότινος
English (LSJ)
η, ον, = sq. II, PRyl.157.5 (ii A.D.), POxy.729.9 (ii A.D.), etc. II = sq. I, κατάστασις Aët.8.31.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νότινος, -ίνη, -ον) νότος
1. αυτός που είναι στραμμένος ή βρίσκεται προς τον νότο, νότιος, μεσημβρινός («νοτινό δωμάτιο»)
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από τον νότο.
επίρρ...
νοτινά
νότια.