νυκτουργός

Revision as of 13:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

όν,    A working by night : τὸ ν. Plu.2.376e.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ διὰ νυκτὸς ἐργαζόμενος, Πλούτ. 2. 376Ε.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille la nuit.
Étymologie: νύξ, ἔργον.

Greek Monolingual

νυκτουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ουργός (< ἔργον)].

Russian (Dvoretsky)

νυκτουργός: работающий ночью: τὸ νυκτουργὸν (τοῦ αἰλούρου) Plut. подвижность кошки в ночное время.