παλίδορκος

Revision as of 14:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A looking back, cj. in Alcm.145.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίδορκος: -ον, ὁ ὀπίσω βλέπων, Ἀλκμάν 139.

Greek Monolingual

παλίδορκος, -ον (Α)
(πιθ. γρφ.) αυτός που βλέπει προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -δορκος (< δέρκομαι «βλέπω», πρβλ. δέδορκα), πρβλ. οξύ-δορκος].