δέδορκα
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
v. δέρκομαι.
Spanish (DGE)
v. δέρκομαι.
French (Bailly abrégé)
v. δέρκομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέδορκα: pf.-praes. к δέρκομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δέδορκα: ἴδε ἐν λ. δέρκομαι.
Greek Monotonic
δέδορκα: παρακ. του δέρκομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέδορκα indic. perf. van δέρκομαι.