πανταχῶς

Revision as of 14:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.    A in all ways, altogether, Pl.Prm.143c, Isoc.15.94.

German (Pape)

[Seite 463] auf jede Weise, durchaus; Plat. Parmen. 143 c; Menand. bei Ath. VI, 243 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πανταχῶς: Ἐπίρρ., κατὰ πάντα τρόπον, ὅλως, Λατ. omnino, Πλάτ. Παρμ. 143C, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 100.

French (Bailly abrégé)

adv.
de toutes les manières, par toute sorte de moyens.
Étymologie: πᾶς, -αχῶς.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. πολλ-αχ-ώς), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].

Greek Monotonic

πανταχῶς: (πᾶς), επίρρ., με όλους τους τρόπους, ολοκληρωτικά, Λατ. omnino, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παντᾰχῶς: во всех отношениях, полностью, вполне Plat., Isocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανταχῶς [πᾶς] adv., in elk geval.

Middle Liddell

[πᾶς]
in all ways, altogether, Lat. omnino, Plat.

English (Woodhouse)

in every way