παναγορία

Revision as of 14:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A = πανήγυρις, Schwyzer657.21 (Tegea, iv B. C., pl.).

Greek Monolingual

παναγορία, ἡ (Α)
πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + συνεσταλμένη βαθμ. αγορ- του ἀγείρω (με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- ως -ορ- στην αιολική - αρκαδική διάλ., πρβλ. Ησύχ.: μβροτός και ἄγορρις
ἀγορά, + κατάλ. -ία].