πανήγυρη

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ
1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι
2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία του εορτασμού θρησκευτικής επετείου, αλλ. εμποροπανήγυρη («ἥ τε πανήγυρις ἐμπορικόν τι πρᾶγμά ἐστι», Στράβ.)
αρχ.
1. εορταστική συνάθροιση λαού που γινόταν κατά τη διάρκεια τών πανελλήνιων αγώνων αλλά και άλλων θρησκευτικών εκδηλώσεων ευρύτερων ή μικρότερων περιοχών και πόλεων, όπως λ.χ. στην Ολυμπία, στη Νεμέα, στους Δελφούς ή στην Κόρινθο, και η οποία, εκτός από το θρησκευτικό στοιχείο που ενυπήρχε σε όλες τις περιπτώσεις και τη διεξαγωγή αγώνων, συνοδευόταν από σειρά άλλων εκδηλώσεων μεταξύ τών οποίων αναφέρονται η εκφώνηση λόγων ή διαλέξεων από διάσημους ρήτορες, συμπόσια, χοροί, καθώς και η οργάνωση εμπορικής αγοράς
2. συνέλευση θεών, αλλά και ανθρώπων, που γινόταν για έναν κοινό συγκεκριμένο σκοπό και προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις
3. (γενικά) το σύνολο τών συγκεντρωμένων ανθρώπων, η ομήγυρη
4. επίδειξη
5. φρ. «πανήγυρις ὀφθαλμών» — οπτική τέρψη, απόλαυση τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄγυρις «συνέλευση, συγκέντρωση» (πρβλ. ομήγυρις)].