αντιπροσώπευση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η εκπροσώπηση
2. η μέθοδος ή διαδικασία που δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες ή σε μέρος των πολιτών να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της νομοθεσίας και της κυβερνητικής πολιτικής
3. η επιχείρηση νομικών πράξεων από ένα πρόσωπο για λογαριασμό ενός άλλου προσώπου.