παρατειχίζω

Revision as of 15:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A fortify besides, τὰς Ἀθήνας Philostr.Ep.39.

German (Pape)

[Seite 502] daneben, dabei eine Mauer, Burg od. Feste aufführen, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

παρατειχίζω: τειχίζω ἐπὶ πλέον, τὰς Ἀθήνας Φιλόστρ. Ἐπιστ. 37 (= 70, σ. 948).

Greek Monolingual

ΝΜ
1. (μτβ.) περιβάλλω κάτι με τείχος, κτίζω τείχος πλησίον άλλου καί παράλληλα πρός αυτό
2. (αμτβ.) ιδρύω τείχος.