παρατειχίζω
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
fortify besides, τὰς Ἀθήνας Philostr.Ep.39.
German (Pape)
[Seite 502] daneben, dabei eine Mauer, Burg od. Feste aufführen, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
παρατειχίζω: τειχίζω ἐπὶ πλέον, τὰς Ἀθήνας Φιλόστρ. Ἐπιστ. 37 (= 70, σ. 948).
Greek Monolingual
ΝΜ
1. (μτβ.) περιβάλλω κάτι με τείχος, κτίζω τείχος πλησίον άλλου καί παράλληλα πρός αυτό
2. (αμτβ.) ιδρύω τείχος.