ιδρύω

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱδρύω)
(ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
συνιστώ, συγκροτώιδρύω πολιτικό κόμμα»)
αρχ.
1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς», Ομ. Ιλ.)
2. τοποθετώ το στράτευμα («ἵδρυσε στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ», Ηρόδ.)
3. εγκαθιστώ κάποιον σε κάποιο τόπο
4. (με κακή σημ.) προκαλώ, διεγείρω («ἐν τοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσης Ἄρη ἐμφύλιον» — στους πολίτες θα προκαλέσεις εμφύλιο πόλεμο, Αισχύλ.)
5. μέσ. ἱδρύομαι
τοποθετώ ασφαλώς, εγκαθιδρύω («ἵδρυται ἄνακτα γῆς», Ευρ.)
6. παθ. είμαι εγκατεστημένος, μένω (α. «κατ' οἶκον ἵδρυται γυνή», Ευρ. β. «ποῦ κλύεις νιν ἱδρῡσθαι χθονός;», Σοφ.)
7. παθ. (για στρατό) στρατοπεδεύω («ἡ στρατιά βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῡσθαι», Θουκ.)
8. παθ. εφησυχάζω
9. (παθ. παρακμ.) (για πόλεις) κείμαι, βρίσκομαι («ἵδρυται ἡ πόλις αὕτη τῆς Αἰγύπτου ἐν μέσῳ τῷ Δέλτα», Ηρόδ.)
10. φρ. «ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι» — ήρωες προς τιμήν τών οποίων έχουν στηθεί αγάλματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται πιθ. από ονοματικό θ. ιδρυ-, που παραμένει ανερμήνευτο. Ο τ. ιδρύω (ιδ-ρύω) συνδέεται με το έζομαι / ίζω και ανάγεται στη ρίζα sed- (πρβλ. έζομαι), οπότε το ι- ερμηνεύεται είτε κατ' αναλογία προς το ίζω είτε ως συνοδίτης φθόγγος, ο οποίος αναπτύχθηκε στη μηδενισμένη βαθμίδα sd- της ρίζας sed-, ήτοι ιδ-ρύω < sid-ruo. Τέλος, η κατάλ. -ρυω πρέπει να συνδέεται με παράγωγα του έζομαι που εμφανίζουν κι αυτά -ρ- (πρβλ. έδρα).
ΠΑΡ. ίδρυμα, ίδρυση(-ις)
νεοελλ.
ιδρυτής.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανιδρύω, εγκαθιδρύω, ενιδρύω, καθιδρύω
αρχ.
αφιδρύω, εισιδρύω, εξιδρύω, εφιδρύω, μεθιδρύω, παρακαθιδρύω, παριδρύω, προενιδρύω, προϊδρύω, προσιδρύω, προσκαθιδρύω, συγκαθιδρύω, συνιδρύω, υπεριδρύω, υφιδρύω
νεοελλ.
επανιδρύω].