παραρίπτω
From LSJ
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
English (LSJ)
A v. παραρρίπτω. πάραρμα, v. παραίρημα. πάρᾱρος, ον, v. παρήορος III. παράρους, v. παράρροος.
Greek (Liddell-Scott)
παραρίπτω: παράρυθμος, παράρῡμα, ἴδε παράρρ-.
Russian (Dvoretsky)
παραρίπτω: Anth. = παραρρίπτω.