προσαμείβομαι

Revision as of 19:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Dor. ποτ-, Med.,    A answer, τινα Theoc.1.100.

Greek (Liddell-Scott)

προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.

French (Bailly abrégé)

répondre.
Étymologie: πρός, ἀμείβομαι.

Greek Monolingual

Α
απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].

Greek Monotonic

προσαμείβομαι: Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰμείβομαι: дор. ποτᾰμείβομαι отвечать (τινα Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden.

Middle Liddell

doric ποτ
Mid., to answer, τινα Theocr.