σικυώνη

Revision as of 22:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,=    A σίκυος 2, Hp.Steril.221.    2 cupping instrument, ib.222.

Greek (Liddell-Scott)

σῐκυώνη: καὶ -ία, ἡ, = σικύα, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, Ἱππ. 423. 55., 424. 2, κτλ.· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 154C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σικυωνία· κολοκύνθη».

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. πικραγγουριά
2. βεντούζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικύα / σίκυος + επίθημα -ώνη (πρβλ. βρυ-ώνη)].