βεντούζα

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

η
1. μικρό συνήθως γυάλινο δοχείο με μεγάλο στόμιο που εφαρμόζεται στο δέρμα, αφού αραιωθεί από το εσωτερικό του o αέρας με τη βοήθεια θερμότητας ή με μηχανικό τρόπο με σκοπό να τραβήξει αίμα στο δέρμα
2. (για πρόσωπα) φορτικός, ενοχλητικός («κολλάει σαν βεντούζα»)
3. κοινή ονομασία για τις κοτυληδόνες του χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ventosa].