σωματοτροφεῖον

Revision as of 08:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A a place where slaves are kept, slave-depot, D.S. 34.2.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, Ort, wo Sklaven gehalten werden, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοτροφεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτρέφοντο ἢ ἐτηροῦντο δοῦλοι, Λατ. ergastulum, Διοδ. Ἐκλογ. 525, 78, 598. 75.

Greek Monolingual

τὸ, Α
χώρος όπου έτρωγαν δούλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -τροφεῖον (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο-τροφεῖον.

Russian (Dvoretsky)

σωμᾰτοτροφεῖον: τό помещение для рабов Diod.