ταβελλίων
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ωνος, ὁ, = Lat. A tabellio, PStrassb.1.15 (v A.D.), PMasp.121.30 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ταβελλίων: -ωνος, ὁ, Λατ. tabellio, συμβολαιογράφος ἢ ἀναφορογράφος, Προκόπ. ΙΙΙ. 154, 17.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. Βυζαντινός υπάλληγλος που είχε την ευθύνη για τη σύνταξη συμβολαίων, διαθηκών και άλλων δικαιοπραξιών
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ό τά της πόλεως γράφων συμβόλαια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabellio, -iōnis «συμβολαιογράφος» (πρβλ. και ταβέλλα)).