ψευδοκλητήρ

Revision as of 10:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,    A one who falsely subscribes his name as witness to a summons, Theopomp.Hist.267.

German (Pape)

[Seite 1394] ὁ, falscher Zeuge bei der Unterschrist einer Klage, Ath. VI, 254 b, neben ψευδομάρτυρες u. συκοφάνται.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκλητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ψευδῶς ἐπιγράφων τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα εἰς κλῆσίν τινος, Θεοπόμπ. Ἱστορ. 297, μετὰ διάφ. γραφ. -κλήτωρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 318.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
άτομο που υπογράφει ψευδώς ότι ως κλητήρ κάλεσε εναγόμενο να προσέλθει σε δικάσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κλητήρ (< καλῶ)].