ἀδιάσταλτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A not clearly unfolded, Sch.Od.19.560.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάσταλτος: -ον, ὁ οὐχὶ σαφῶς ἀνεπτυγμένος, διάφ.· γραφ. ἐν Σχολ. εἰς Ὀδ. Τ. 560.
Spanish (DGE)
-ον
indistinto, confuso ἀδιάσταλτα λέγοντες Sch.Od.19.560.