ἀνέαστος

Revision as of 12:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, of land,    A unploughed, Str.11.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέαστος: -ον, (νεάω) ἐπὶ γῆς, ἡ μὴ ἀροθεῖσα, ἀγεώργητος,

Spanish (DGE)

-ον no arado (para dejar en barbecho) de la tierra, Str.11.4.3.

Greek Monolingual

ἀνέαστος, -ον (Α)
λέγεται για γη που δεν οργώθηκε, που έμεινε ακαλλιέργητη, χέρσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + νεώ (-άω) «οργώνω»].