ἀνοικοδομία
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ἡ, A building up, IG4.823.6 (Troezen), Sch.Th.8.90.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικοδομία: ἡ, τὸ ἀνοικοδομεῖν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8. 90, Ἐπιγρ. Τροιζῆνος L. et F. 157a.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
reconstrucción, IG 4.823.6 (Trezén), τοῦ τείχους Sch.Th.8.90.