ἀρχιμηχανικός
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ὁ, A chief engineer, Sammelb.1113 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
oficial mecánico, ingeniero, IPDésert 118.3 (II d.C.).
Greek Monolingual
ο
ο επικεφαλής των μηχανικών μιας υπηρεσίας ή ο προϊστάμενος των τεχνικών υπηρεσιών.