ἁμαξηγός

Revision as of 16:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A = Βοώτης, Eust.1535.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξηγός: ὁ, = ἁμαξηλάτης, Εὐστάθ. 1535.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ conductor del carrode la estrella Arturo, Eust.1535.30.

Greek Monolingual

ἁμαξηγός, ο (Μ)
οδηγός άμαξας, ηνίοχος, αμαξηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -αγός < ἄγω, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η-(-ηγός) του β΄ συνθετικού].