ἐπικήδομαι
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
A take thought for, μερόπων Nonn.D.7.60: c. inf., Steph.in Hp.1.157 D. (fort. <οὐκ> ἐ.).
Greek Monolingual
ἐπικήδομαι (AM)
φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κήδομαι «φροντίζω»].