ἐπισκεπτικός

Revision as of 19:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A fit for examining, τινός Arr.Epict.1.17.10; μέθοδος S.E.M.5.3. Adv.-κῶς Ptol.Tetr.171.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκεπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐξέτασιν, μέθοδος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 3.

Greek Monolingual

ἐπισκεπτικός, -ή, -όν (AM) επισκέπτης
ο κατάλληλος για έρευνα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκεπτικός: исследовательский, исследующий (μέθοδος Sext.).