ἔνοπτος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
ον, A visible in a thing, Arist.Pr.865b17.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνοπτος: -ον, (ὄψομαι) ὁρατὸς ἔν τινι πράγματι, κάτοπτος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 51, 2, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
visiblede un color ἐνόπτρου ἔνοπτον que es visible en el espejo, e.e., que es reflejo del espejo Arist.Pr.865b17, de pers. c. dat. οὐδέπω ἔ. οὖσα τῷ χορῷ Sch.S.Ai.891P.
Russian (Dvoretsky)
ἔνοπτος: (в чем-л.) видимый Arst.