ἡμίπνικτος
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
ον, (πνίγω) A half-choked, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπνικτος: -ον, (πνίγω) μισοπνιγμένος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἡμίπνικτος, -ον (Α)
μισοπνιγμένος.