ἱεράζω
From LSJ
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
English (LSJ)
A serve as priest, τοῖς Διοσκόροις ib.12(5).129.56 (Paros); τῷ Ἀσκληπιῷ SIG2588.43 (Delos, ii B.C.): also c. gen., τοῦ Ἀσκλ. ib.45: abs., IG12(7).237.27 (Amorgos):—Boeot. ἱαρειάδδω ib.7.3169 (Orchom.): aor. part. ἱαρειάξασα ib.1816.2 (Leuctra, iv/iii B.C.), 2876.3 (Coronea, ii B.C.), BCH50.409, al.(Thespiae); ἱερεάξασα ib.26.292 (ibid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱεράζω: ὑπηρετῶ ὡς ἱερεύς, τοῖς Διοσκούροις Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2374e. 57: ― Βοιωτ. ἱαρειάδδω, αὐτόθι 1568, πρβλ. 1576.