ὁλόλευκος

Revision as of 07:35, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A all white, τάριχος Antiph.186.3 ; χλαμύς Philetaer.20 ; στρόφιον Plu. Arat.53 ; ὄρνιθες Paus.8.17.3 ; albino, Heph.Astr.1.1.

German (Pape)

[Seite 325] ganz weiß; Antiphan. bei Ath. III, 118 d; Paus. 8, 17, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόλευκος: -ον, κατάλευκος, ὁλόασπρος, «κάτασπρος», τάριχος ἀντακαῖον ἐν μέσῳ πῖον, ὁλόλευκον, θερμὸν Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 3· χλαμὺς Φιλέταιρ. ἐν Ἀδήλ. 2.

Spanish

enteramente blanco

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόλευκος, -ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.).