Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάτασπρος

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Greek Monolingual

και κατάσπρος, -η, -ο
1. κατάλευκος, ολόλευκοςκατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο», Σολωμ.)
2. (για πρόσ.) πολύ χλωμός.