κάτασπρος

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

και κατάσπρος, -η, -ο
1. κατάλευκος, ολόλευκοςκατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο», Σολωμ.)
2. (για πρόσ.) πολύ χλωμός.