κατάλευκος

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source

German (Pape)

[Seite 1360] weiß, weiß angestrichen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλευκος: -η, -ον, λίαν λευκός, λευκότατος, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κατάλευκος, -η, -ον)
τελείως λευκός, κάτασπρος.