ὁμοιόμετρος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ον, A of like metre, Phld.Po.Herc.1676.11.
Greek Monolingual
ὁμοιόμετρος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με όμοιο μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονό-μετρος].