ὄλολοι
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
οἱ, A = δεισιδαίμονες, Theopomp.Com.61, Men.112.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλολοι: οἱ, = δεισιδαίμονες, «ὀλόλους: τοὺς δεισιδαίμονας ἐκάλουν οἰωνιζόμενοι· Μένανδρος Δεισιδαίμονι· Θεόπομπος Τισαμενῷ καὶ ἄλλοι» Φώτ.