ὑψικέρως
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ων, gen. ω, (κέρας) A high-horned, ἔλαφος Od.10.158; ὑψίκερω . . φάσμα ταύρου S. Tr.507 (lyr.): metaplast. acc., ὑψικέρᾱτα πέτραν a high-peaked rock, Pi.Fr.325: acc. fem., ὑψικέραν βοῦν B.15.22.
Greek Monolingual
-ων, Α
αυτός που έχει ψηλά κέρατα («ὑψίκερω... φάσμα ταύρου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ὀρθό-κερως].