Πίστιος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
Ζεύς, ὁ, = Lat. A Juppiter Fidius, D.H.4.58, al.
Greek (Liddell-Scott)
Πίστιος: Ζεύς, ὁ, ὁ παρὰ Ῥωμ. Jupiter Fidius, Διον. Ἁλ. 4. 58, κ. ἀλλ.· θεὸς Πίστιος ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5934.