σκαμβάλυξ

From LSJ
Revision as of 19:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμβάλυξ Medium diacritics: σκαμβάλυξ Low diacritics: σκαμβάλυξ Capitals: ΣΚΑΜΒΑΛΥΞ
Transliteration A: skambályx Transliteration B: skambalyx Transliteration C: skamvalyks Beta Code: skamba/luc

English (LSJ)

= σκαμβός, στρεβλός, Hsch. σκαμβηρίζοντες· ὀλισθαίνοντες, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμβάλυξ: «σκαμβός. στρεβλὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκαμβός, στρεβλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + επίθημα -α-λ-υξ (πρβλ. πομφό-λ-υξ, ταρβ-άλ-υξ, φεψ-άλ-υξ), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. σκάμβ-αλος].