δαμιοργός
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek (Liddell-Scott)
δᾱμιοργός: Δωρικ. ἀντὶ δημιουργός· δάμιος, Δωρικ. ἀντὶ δήμιος.
Greek Monotonic
δᾱμιοργός: Δωρ. αντί δημιουργός· δάμιος, Δωρ. αντί δήμιος.