δαμιοργός

From LSJ
Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek (Liddell-Scott)

δᾱμιοργός: Δωρικ. ἀντὶ δημιουργός· δάμιος, Δωρικ. ἀντὶ δήμιος.

Greek Monotonic

δᾱμιοργός: Δωρ. αντί δημιουργός· δάμιος, Δωρ. αντί δήμιος.